- απαρνητής
- οαυτός που απαρνιέται, αποκηρύσσει κάτι: Κανείς δεν ήξερε γιατί έγινε απαρνητής των ιδεών του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απαρνητής — ο αυτός που αρνείται εντελώς, που αποκηρύσσει κάτι … Dictionary of Greek
ՈՒՐԱՆԱՄ — (ացայ.) NBH 2 0558 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c ն. հյց. խնդ. ἁρνέομαι, ἁρνοῦμαι, ἁπαρνέομαι nego, abnego, repudio ἁπέπω (ապասել) ἁποποιέομαι abdico, amoveo, rejicio. (լծ. յն. արնէ՛օմէ, արնո՛ւմե. եւ հյ. հեռանալ,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ՈՒՐԱՑՈՂ — (ի, աց.) NBH 2 0558 Chronological Sequence: Unknown date, 6c ա. ՈՒՐԱՑԵԱԼ. ՈՒՐԱՑՈՂ. παραβάτις, ἁπαρνήτης praevaricator, abnegator ἁποστάτης apostata, religionis christianae desertor. Անկեալն ի սուրբ հաւատոց. անցեալն ի մոլար դեն. առաւել սեպհական… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)